-
1 вернуть
вернуть επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \вернуться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι \вернуться домой γυρίζω σπίτι* * *= вернутьсяεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
2 возвратить
возвратить, возвращать επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \возвратиться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι; \возвратиться домой γυρίζω σπίτι* * *= возвращатьεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
3 вернуться
-
4 возвратиться
επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαιвозврати́тьсяся домо́й — γυρίζω σπίτι
-
5 вертеть
верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.
|| στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.τρυπανίζω.2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.
εκφρ.вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.1. περιστρέφομαι, γυρίζω.2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.
|| μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...
3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.
εκφρ.-ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•как ни -ись – ό,τι και να κάνεις. -
6 вернуться
вернуть||ся1. ἐπιστρέφω (άμετ.), γυρίζω πίσω, ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω:\вернутьсяся домой γυρίζω στό σπίτι· к нему́ верну́-лось сознание συνήλθε, ήρθε στά συγκαλά του·2. (к деятельности, привычкам и т. п.) ξαναγυρίζω, ἐπανέρχομαι, ἀναλαμβάνω πάλιν:\вернутьсяся к вопросу ἐπανέρχομαι είς τό ζήτημα. -
7 вернуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•
вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.
2. επαναφέρω, αποδίδω•вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•
прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•
солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.
|| μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.
|| μτφ. ε αναλαβαίνω•-к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.
2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά. -
8 снимать
1. (доставать, брать) παίρνω, πιάνω- книгу с полки παίρνω/βγάζω το βιβλίο από το ράφι2. (убирать, удалять) παίρνω, αφαιρώ, βγάζω 3. (отделять, освобождать) αφαιρώ, βγάζω, ελευθερώνω 4. (разбирать, демонтировать) εξαρμόζω, αφαιρώ 5. (удалять, освобождать) βγάζω 6. (уничтожать, упразднять) βγάζω, σταματώ, αιρώ 7. (собирать, убирать) μαζεύω 8. (отстранять от занимаемой должности) απολύω 9. (отменять, объявлять недействительным) ακυρώνω, βγάζω Ю.(фотографировать) βγάζω (φωτογραφία) 11. (напр. кинофильм) γυρίζω (την ταινία) 12. (брать внаем) (εν)οικιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снимать
-
9 возвращаться
возвращать||сяἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω, γυρίζω πίσω, ἐπανακάμπτω:\возвращатьсяся домой ἐπιστρέφω (στό) σπίτι μου. -
10 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
11 лары
-ов κ. лар (ενκ. лар -а α.) ψυχές προγόνων. || εστία, οίκος, σπίτι•вернуться к своим -ам и пенатам γυρίζω στην εστία και το πάτριο (έδαφος).
-
12 перекинуть
ρ.σ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.
2. ρίχνω μακρύτερα.3. κατασκευάζω, φτιάχνω•перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.
4. μεταθέτω.5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.
|| αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).2. κατασκευάζομαι•ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.
3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.
5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες. -
13 прийти
приду, придшь, παρλθ. χρ. пришл-шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. пришедший,επιρ. μτχ. придяρ.σ.1. έρχομαι φτάνω αφικνού-μοα•отец -шёл домой с работы ο πατέρας ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά•
почта -шла без опоздания το ταχυδρομείο ήρθε χωρίς καθυστέρηση•
поезд -шёл поздно вечером το τρένο ήρθε αργά τη νύχτα•
зима -шла ο χειμώνας ήρθε.
|| επιστρέφω, γυρίζω.2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι. || φτάνω, καταλήγω•прийти к соглашению, καταλήγω σε συμφωνία•
прийти к заключению φτάνω στο συμπέρασμα.
3. με την πρόθεση «В» και μερικά αφηρημένα ουσ. αποδίδονται στα ελληνικά με ρήμα με σημ. από το ουσιαστικό: прийти в ужас φρικιάζω•прийти в бешенство λυσσώ, λυσσιάζω•
прийти в восторг ενθουσιάζομαι•
прийти в негодование αγανακτώ•
прийти в отчаяние απελπίζομαι•
прийти в недоумение αμηχανώ•
прийти в негодность αχρηστεύομαι•
прийти к упадок ξεπέφτω, παρακμάζω.
εκφρ.прийти в голову – κ. παλ. прийти в мысль έρχομαι στο μυαλό, στη σκέψη•прийти в движение – κινούμαι, μπαίνω-σε κίνηση•прийти в себя – συνέρχομαι•прийти в чувство ή в сознание – ανακτώ τις αισθήσεις•прийти на помощь – έρχομαι σε βοήθεια.1. έρχομαι, πέφτω•седьмое число -лось в пятницу η εφτά του μήνα έπεσε μέρα Παρασκευή.
2. συμπίπτω, ταιριάζω,πηγαίνω•прийти по росту ταιριάζω στο ανάστημα•
прийти по ноге ταιριάζω στο πόδι•
этот ключ -тся αυτό το κλειδί θα ταιριάξει.
3. (απρόσ.)• θαχρειαστεί, θα πρέπει, θα παραστεί ανάγκη,θαεπιβληθεί•мне -дтся ночевать здесь θα χρειαστεί να διανυχτερέψω εδώ.
|| (απρόσ.) λαχαίνω, τυχαίνω•что -тся ό,τι τύχει•
как -тся όπως λάχει•
когда -тся όταν τύχει.
4. (απρόσ.) πέφτει στο μερτικό.5. (απλ.) κοστίζω, στοιχίζω• αξίζω.εκφρ.прийти по вкусу (по сердцу, по нраву, по душе) – μου αρέσει, μου γουστάρει•прийти кстати – έρχομαι στην ώρα, στην κατάλληλη στιγμή.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… … Dictionary of Greek
τριγυρίζω — και τρογυρίζω και τριγυρνώ, άω, Ν 1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι») 2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους») 3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη») 4.… … Dictionary of Greek
μαζεύω — και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ. 1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία. 2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα. 3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)